ὑπο-λύω

ὑπο-λύω

ὑπο-λύω (s. λύω), 1) darunter lösen, auflösen, ein wenig, allmälig lösen; ὑπέλυσε γυῖα, er lös'te ihm die Glieder unter dem Leibe, machte, daß ihm die Füße erschlafften, von Getödteten oder tödtlich Verwundeten, Il. 15, 581; eben so μένος καὶ γυῖα Il. 6, 27; auch vom Ringer, γυῖα ὑπέλυσε, Il. 23, 726, er machte ihm die Füße unter dem Leibe wankend, er stellte ihm ein Bein; u. pass., γυῖα ὑπέλυντο 16, 341. Vgl. auch noch das als Tmesis hierher gerechnete häufige ὑπὸ γούνατ' ἔλυσεν u. λύϑεν δ' ὑπὸ φαίδιμα γυῖα Il. 16, 805; ὑπολύεταί μου τὰ γόνατα Ar. Lys. 216. – 2) darunter loslösen, Zugthiere unter dem Joche losspannen, wie Hom. sagt οἱ δ' ἵππους μὲν λῦσαν ὑπὸ ζυγοῦ, Od. 4, 39, u. ὁ δ' ἔλυεν ὑφ' ἵππους Il. 23, 513; und übh. darunter befreien. – MED. sich losmachen, πρῶτος ὑπ' ἀρνειοῠ λυόμην Od. 9, 463, auch einen Andern befreien, σὺ τόν γ' ἐλϑοῦσα, ϑεά, ὑπελύσαο δεσμῶν Il. 1, 401. – Im engern Sinne, die Sohlen losbinden, die Schuhe ausziehen, ὑπολύετε, παῖδες, Ἀλκιβιάδην Plat. Conv. 213 b; vgl. Ar. Nubb. 153 Thesm. 1183; u. med. im Ggstz von ὑποδεῐσϑαι sich die Schuhe ausziehen, Lys. 950 Plut. 927; Xen. An. 4, 5,13; τὰς κρηπῖδας Plut. Arat. 21.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ξυπολύνω — και ξυπολάω (Μ ξυπολάω) μέσ. ξυπολιέμαι αφαιρώ τα υποδήματα μου και μένω ξυπόλητος νεοελλ. αναγκάζω κάποιον να μείνει ξυπόλυτος, αφαιρώ από κάποιον τα υποδήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ υπο λύω «βγάζω τα υποδήματά μου», με σίγηση τού αρκτ. άτονου ε . Οι …   Dictionary of Greek

  • ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… …   Dictionary of Greek

  • ЕВАНГЕЛИЕ. ЧАСТЬ I — [греч. εὐαγγέλιον], весть о наступлении Царства Божия и спасении человеческого рода от греха и смерти, возвещенная Иисусом Христом и апостолами, ставшая основным содержанием проповеди христ. Церкви; книга, излагающая эту весть в форме… …   Православная энциклопедия

  • λύση — (Βιολ.). Η διάλυση, η ρήξη ή η καταστροφή των κυττάρων, των μικροοργανισμών ή των πολυκύτταρων οργανισμών γενικότερα, λόγω της επίδρασης διαφόρων φυσικών, χημικών ή βιολογικών παραγόντων. Η λ. των κυττάρων μερικές φορές παρουσιάζεται ως αυτόλυση …   Dictionary of Greek

  • πυρόλυση — Η διάσπαση μιας ένωσης σε άλλες ενώσεις, η οποία προκαλείται με την επενέργεια της θερμότητας. Η π. χρησιμοποιείται ευρύτατα στη βιομηχανία και κυρίως στη θερμική κατεργασία των πετρελαίων, όπου παρουσιάζει μεγάλο οικονομικό και τεχνικό… …   Dictionary of Greek

  • υπολύω — Α [λύω] 1. λύνω ή χαλαρώνω κάτι από κάτω ή χαμηλά («πολλῶν ἀνδρῶν ὑπὸ γούνατ ἔλυσε», Ομ. Οδ.) 2. (σχετικά με άλογα ή βόδια) λύνω από τον ζυγό 3. (σχετικά με πρόσ.) ελευθερώνω, απαλλάσσω από τα δεσμά 4. λύνω και βγάζω τα παπούτσια κάποιου 5. (μέσ …   Dictionary of Greek

  • χριστολύτης — ὁ, Μ εκκλ. (κυρίως στον πληθ.) οἱ χριστολύται ονομασία αιρετικών που επιχείρησαν να θέσουν υπό αμφισβήτηση τη θεϊκή υπόσταση τού Χριστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + λύτης (< λύω), πρβλ. χρησμο λύτης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”