- ὑπο-θρώσκω
ὑπο-θρώσκω (s. ϑρώσκω), hinunter, hinein springen, Orph. Arg. 736, l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-θρώσκω (s. ϑρώσκω), hinunter, hinein springen, Orph. Arg. 736, l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑποθρώσκουσι — ὑπό θρῴσκω leap pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὑπό θρῴσκω leap pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεκθρώσκων — ὑπό , ἐκ θρῴσκω leap pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεκπροθορών — ὑπό , ἐκ , πρό θρῴσκω leap aor part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)