- ὑπο-θράσσω
ὑπο-θράσσω, att. -ττω (s. ϑράσσω), att. Zusammenziehung für ὑποταράσσω, Plut. Fab. Max. 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-θράσσω, att. -ττω (s. ϑράσσω), att. Zusammenziehung für ὑποταράσσω, Plut. Fab. Max. 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τραχύς — ιά, ύ / τραχύς, εῑα, ύ, ΝΜΑ, θηλ. και τραχεία Ν, και ιων. τ. τρηχύς και τ. θηλ. τρηχέα Α 1. ανώμαλος στην αφή, αυτός που δεν έχει λεία και ομαλή επιφάνεια (α. «τραχύ δέρμα» β. «τραχιά ακτή» γ. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. δ. «γῆ... λιθώδης... καὶ… … Dictionary of Greek