- πενθητήριος
πενθητήριος, zum Klagen oder Trauern gehörig; πλόκαμος, Aesch. Ch. 8; βόϑροι, Ion trag. bei Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πενθητήριος, zum Klagen oder Trauern gehörig; πλόκαμος, Aesch. Ch. 8; βόϑροι, Ion trag. bei Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πενθητήριος — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενθητήριος — ία, ον, ΜΑ [πενθητήρ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θρήνο, στο πένθος («πλόκαμον... πενθητήριον», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
πενθητήριον — πενθητήριος of masc acc sg πενθητήριος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενθητηρίους — πενθητήριος of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενθητήριοι — πενθητήριος of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CAPILLI — apud Gothos et Boreales populos in magna olim veneratione. In capillis esse, idem est, ac in virginitare esse, Longob. l. 2. Tit. 14. l. 20. et l. 24. Nuptae ex antiquo more caput tegebant, virgines nudum praebebant, demissis interdum a tergo… … Hofmann J. Lexicon universale
-τήριος — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία απαντούσε αρχικά σε επίθετα που παράγονταν από αρσ. σε τήρ* (πρβλ. ἀμυντήριος: ἀμυντήρ, για τον σχηματισμό βλ. και λ. ιος) γρήγορα, όμως, εξελίχθηκε σε ανεξάρτητη κατάληξη… … Dictionary of Greek