- πενθητήρ
πενθητήρ, ῆρος, ὁ, der Klagende; Aesch. Spt. 1054; πόλεως γέννας πενϑητῆρος, Pers. 947.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πενθητήρ, ῆρος, ὁ, der Klagende; Aesch. Spt. 1054; πόλεως γέννας πενϑητῆρος, Pers. 947.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πενθητήρ — ῆρος, ο, θηλ. πενθήτρια, Α αυτός που πενθεί για κάτι («πάρειμι τῶν σων κακῶν πενθήτρια», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πενθῶ + επίθημα τήρ / τρια (πρβλ. θρηνη τήρ)] … Dictionary of Greek
πενθητῆρος — πενθητήρ mourner masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενθητήρων — πενθητήρ mourner masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενθήτρια — πενθητήρ mourner fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενθητρίας — πενθητρίᾱς , πενθητήρ mourner fem acc pl πενθητρίᾱς , πενθητήρ mourner fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενθήτρια — ἡ, Α βλ. πενθητήρ … Dictionary of Greek
πενθήτωρ — ορος, ὁ, Μ πενθητήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πενθῶ + επίθημα τωρ (πρβλ. γεννή τωρ)] … Dictionary of Greek
πενθητήριος — ία, ον, ΜΑ [πενθητήρ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θρήνο, στο πένθος («πλόκαμον... πενθητήριον», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek