- ὑπο-μάσθιος
ὑπο-μάσθιος, = ὑπομάζιος, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-μάσθιος, = ὑπομάζιος, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προσμάσθιος — ον, Α (για βρέφος) αυτός που βρίσκεται στην ηλικία τού θηλασμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + μασθός άλλος τ. τού μαστός* (πρβλ. υπο μάσθιος)] … Dictionary of Greek