- ὑπο-δωριστί
ὑπο-δωριστί, adv., die vorige Tonart; Arist. probl. 19, 48; Music.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-δωριστί, adv., die vorige Tonart; Arist. probl. 19, 48; Music.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στάσιμος — η, ο / στάσιμος, ον ΝΜΑ [στάσις] 1. αυτός που δεν κινείται, ακίνητος (α. «στάσιμα νερά» β. «στάσιμα ὕδατα», Αριστοτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το στάσιμο(ν) χορικό άσμα τής αρχαίας τραγωδίας το οποίο εκτελούσε ο χορός ανάμεσα σε δύο επεισόδια κατά τη… … Dictionary of Greek