- ὑπο-κῡάνεος
ὑπο-κῡάνεος, ein wenig dunkelblau, dunkelbläulich, Alex. Mynd. bei Schol. Theocr. 5, 96.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-κῡάνεος, ein wenig dunkelblau, dunkelbläulich, Alex. Mynd. bei Schol. Theocr. 5, 96.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυανός — ή ό και κυανούς, ή, ούν (AM κυανοῡς, ή, οῡν και κυάνεος, έα, ον) νεοελλ. 1. αυτός που έχει το χρώμα τού ουρανού, ουρανής, θαλασσής, γαλάζιος 2. το ουδ. ως ουσ. το κυανό ή κυανούν α) το χρώμα τού ουρανού, γαλάζιο β) χρωστική ουσία με βαθυγάλανο… … Dictionary of Greek
CYANEUS — I. CYANEUS Graece κυάνεος, caeruleus Latine redditur. Certe Graeci οὐρανοειδὲς χρῶμα exponunt, qui color aerinus dilutior est et exstinctior, quam purpura nigra, de qua alii vocem exponunt. Unde et Solinus caerulum nitorem in hyacincho vocat,… … Hofmann J. Lexicon universale