- ὑπο-κῡμαίνω
ὑπο-κῡμαίνω, unter- od. darunterwogen, ein wenig, gelinde Wellen schlagen; auch vom Wallen des Haares, Philostr. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-κῡμαίνω, unter- od. darunterwogen, ein wenig, gelinde Wellen schlagen; auch vom Wallen des Haares, Philostr. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυμαίνω — (AM κυμαίνω) [κύμα] 1. (για θάλασσα) υψώνομαι σε κύματα, κυματίζω, εξογκώνομαι, φουσκώνω («ὑπό πόντον ἐδύσετο κυμαίνοντα», Ομ. Οδ.) 2. (για γραμμή στρατιωτών) κινούμαι όπως το κύμα, ελίσσομαι, κινούμαι κυματοειδώς («τῆς δ ὑφ αὑτῷ στρατιᾱς τὸ… … Dictionary of Greek
ὑποκυμαίνει — ὑποκῡμαίνει , ὑπό κυμαίνω rise in waves pres ind mp 2nd sg ὑποκῡμαίνει , ὑπό κυμαίνω rise in waves pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκυμαίνοντα — ὑποκῡμαίνοντα , ὑπό κυμαίνω rise in waves pres part act neut nom/voc/acc pl ὑποκῡμαίνοντα , ὑπό κυμαίνω rise in waves pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκυμαίνουσι — ὑποκῡμαίνουσι , ὑπό κυμαίνω rise in waves pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὑποκῡμαίνουσι , ὑπό κυμαίνω rise in waves pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκυμαίνειν — ὑποκῡμαίνειν , ὑπό κυμαίνω rise in waves pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκυμαίνουσα — ὑποκῡμαίνουσα , ὑπό κυμαίνω rise in waves pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκυμαίνουσαι — ὑποκῡμαίνουσαι , ὑπό κυμαίνω rise in waves pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκυμαίνων — ὑποκῡμαίνων , ὑπό κυμαίνω rise in waves pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκυμαίνωσιν — ὑποκῡμαίνωσιν , ὑπό κυμαίνω rise in waves pres subj act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύμα — Διάδοση μιας διαταραχής περιοδικής μορφής με πεπερασμένη ταχύτητα στον χώρο, αρχικά εντοπισμένης, η οποία περιέχει ή όχι ένα υλικό μέσο. Η διάδοση αυτή δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση μετακινήσεις του συνόλου του μέσου διάδοσης, αλλά μεταφορά… … Dictionary of Greek