- ὑπο-εργός
ὑπο-εργός, = ὑπουργός; Ep. ad. 195 (IX, 676); Coluth. 83; Ap. Rh. 1, 226.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-εργός, = ὑπουργός; Ep. ad. 195 (IX, 676); Coluth. 83; Ap. Rh. 1, 226.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
ύπεργος — ον, Α φρ. «ὕπεργος ἀγρός» αγρός υπό καλλιέργεια, χωράφι που καλλιεργείται. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)* + εργος (< ἔργον), πρβλ. κάτ εργος, περί εργος] … Dictionary of Greek