ὑπο-μύζω

ὑπο-μύζω

ὑπο-μύζω, ein wenig stöhnen, Diphil. bei Ath. VII, 292 b (v. 23), l. d.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μύζω — (I) (ΑΜ μύζω, Μ και μύσσω) βογγώ θλιβερά, στενάζω από τη θλίψη («μύζουσιν οἰκτισμὸν πολὺν ὑπὸ ῥάχιν παγένιες», Αισχύλ.) (μσν. αρχ.) μυκτηρίζω, χλευάζω αρχ. 1. παράγω ήχο με τη μύτη έχοντας κλειστό το στόμα, μουγκρίζω 2. μουρμουρίζω από… …   Dictionary of Greek

  • ὑπομέμυκε — ὑπό μύω close perf imperat act 2nd sg ὑπό μύω close perf ind act 3rd sg ὑπό μύζω make the sound perf imperat act 2nd sg ὑπό μύζω make the sound perf ind act 3rd sg ὑπομέμῡκε , ὑπό μυκάομαι low perf imperat act 2nd sg (epic) ὑπομέμῡκε , ὑπό… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπομεμυκόσι — ὑπό μύω close perf part act masc/neut dat pl ὑπό μύζω make the sound perf part act masc/neut dat pl ὑπομεμῡκόσι , ὑπό μυκάομαι low perf part act masc/neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπέμυξαν — ὑπό μύσσω aor ind act 3rd pl ὑπό μύζω make the sound aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπέμυξ' — ὑπέμυξα , ὑπό μύσσω aor ind act 1st sg ὑπέμυξε , ὑπό μύσσω aor ind act 3rd sg ὑπέμυξα , ὑπό μύζω make the sound aor ind act 1st sg ὑπέμυξε , ὑπό μύζω make the sound aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυγμός — μυγμός, ὁ (Α) 1. (γενικά) ήχος που παράγεται από τη μύτη με κλειστό το στόμα, μούγκρισμα, βογγητό 2. (ειδικά) ο ήχος που παράγει το ψάρι γλάνις («γινώσκεται γὰρ ὑπό τῶν ἁλιέων οὗ ἂν τύχῃ ᾠοφυλακῶν ἐρύκων γὰρ τὰ ἰχθύδια ᾄττει, καὶ ἦχον ποιεῑ καὶ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”