- ὑπο-ψεκάζω
ὑπο-ψεκάζω, darunter träufeln; auch = ὑποπίνω, bei Xen. Conv. 2, 26 nach Poll. 6, 30, wo ὑποψακάζω steht, aber die mss. haben ἐπιψεκάζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-ψεκάζω, darunter träufeln; auch = ὑποπίνω, bei Xen. Conv. 2, 26 nach Poll. 6, 30, wo ὑποψακάζω steht, aber die mss. haben ἐπιψεκάζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπεψεκάζομεν — ὑπό ψεκάζω rain in small drops imperf ind act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψεκασμός — ο, ΝΜ [ψεκάζω] νεοελλ. 1. (φυτοπαθολ.) διασπορά διαλύματος ή αιωρήματος φυτοφαρμάκου υπό μορφή σταγονιδίων με ειδική συσκευή 2. μέθοδος εφυάλωσης με την εκτόξευση υγρού σμάλτου με αεροψεκαστήρα μσν. ψιχάλισμα … Dictionary of Greek