- ὑπ-οψιαστικός
ὑπ-οψιαστικός, ή, όν, argwöhnend, vermuthend; adv., ὑποψιαστικῶς διακεῖσϑαι πρός τι Schol. Ar. Vesp. 647; Zenob. 6, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπ-οψιαστικός, ή, όν, argwöhnend, vermuthend; adv., ὑποψιαστικῶς διακεῖσϑαι πρός τι Schol. Ar. Vesp. 647; Zenob. 6, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.