- ὑπο-φήτωρ
ὑπο-φήτωρ, ορος, ὁ, ἡ, = ὑποφήτης; Πιερίδων Probl. arithm. 1 (XIV, 1); Μοῦσαι ὑποφήτορες ἀοιδῆς Ap. Rh. 1, 22; auch κιϑάρης ὑποφήτορες, Citherspieler, Maneth. 2, 332, u. a. sp. D.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-φήτωρ, ορος, ὁ, ἡ, = ὑποφήτης; Πιερίδων Probl. arithm. 1 (XIV, 1); Μοῦσαι ὑποφήτορες ἀοιδῆς Ap. Rh. 1, 22; auch κιϑάρης ὑποφήτορες, Citherspieler, Maneth. 2, 332, u. a. sp. D.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συμφήτωρ — ορος, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «μάντις, μάρτυς». [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + φήτωρ (< θ. φη τού φημί + επίθημα τωρ, πρβλ. λέκ τωρ), πρβλ. προ φήτωρ, ὑπο φήτωρ] … Dictionary of Greek