- ὑπο-φώσκω
ὑπο-φώσκω, = ὑποφαύσκω, ein wenig od. allmälig licht od. hell werden, anfangen zu leuchten; D. Sic. 13, 18; ὑποφωσκούσης ἕω Arist. probl. 25, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-φώσκω, = ὑποφαύσκω, ein wenig od. allmälig licht od. hell werden, anfangen zu leuchten; D. Sic. 13, 18; ὑποφωσκούσης ἕω Arist. probl. 25, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φώσκω — Α (κατά τον Ησύχ.) φέγγω, χαράζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απαντά συνήθως σύνθ. με προθέσεις (πρβλ. δια φώσκω, ὑπο φώσκω) και αποτελεί μεταπλασμένο τ. τού ρ. φαύσκω*, κατ επίδραση τής λ. φῶς] … Dictionary of Greek
ὑποφωσκούσης — ὑπό φαύσκω pres part act fem gen sg (attic epic ionic) ὑπό φώσκω dawn pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)