- ὑπο-σκληρύνω
ὑπο-σκληρύνω, etwas härten, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-σκληρύνω, etwas härten, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπεσκληρυμμένον — ὑπό σκληρύνω harden perf part mp masc acc sg ὑπό σκληρύνω harden perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)