- ὑπο-σκαίρω
ὑπο-σκαίρω, aufspringen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-σκαίρω, aufspringen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑποσκαίροντες — ὑπό σκαίρω skip pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσκαίρουσα — ὑπό σκαίρω skip pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσκαίρων — ὑπό σκαίρω skip pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek