- πενιχραλέος
πενιχραλέος, Nebenform von πενιχρός, δράγμα, Gaet. 3 (VI, 190).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πενιχραλέος, Nebenform von πενιχρός, δράγμα, Gaet. 3 (VI, 190).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πενιχραλέος — α, ον, Α πενιχρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πενιχρός + επίθημα αλέος (πρβλ. γηρ αλέος, ισχ αλέος)] … Dictionary of Greek
πενιχραλέον — πενιχραλέος masc acc sg πενιχραλέος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)