ὑπο-πέτομαι

ὑπο-πέτομαι

ὑπο-πέτομαι (s. πέτομαι), dep. med., darunter- od. hinzufliegen, Pausan.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὑποπτάντα — ὑπό πέτομαι fly aor part act neut nom/voc/acc pl ὑπό πέτομαι fly aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποπετομένους — ὑπό πέτομαι fly pres part mp masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποπέτεσθαι — ὑπό πέτομαι fly pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… …   Dictionary of Greek

  • πτώση — Το πέσιμο, η προς τα κάτω φορά, το γκρέμισμα, το κατρακύλισμα, η ανατροπή. Στη γλωσσολογία η π. προσδιορίζει γενικά τη λειτουργία ενός ονόματος αναφορικά προς τα άλλα στοιχεία της φράσης, η οποία εκφράζεται με μια ιδιαίτερη κατάληξη, δηλαδή με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”