- ὑπο-πέτασμα
ὑπο-πέτασμα, τό, Decke zum Unterlegen, Matratze, Plat. Polit. 279 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-πέτασμα, τό, Decke zum Unterlegen, Matratze, Plat. Polit. 279 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μηχανική — Επιστήμη που μελετά την κίνηση και την ισορροπία των σωμάτων. Ανάλογα με τον τομέα έρευνας και με τις αρχές στις οποίες βασίζεται η έρευνα αυτή, διακρίνονται μία κλασική μ. (ή απλώς μ.), μία σχετικιστική μ. και μία κβαντική μ. Οι νόμοι της… … Dictionary of Greek
μικροσκόπιο — Όργανο ικανό να αποδίδει μεγεθυμένα είδωλα μικρών αντικειμένων τα οποία έχουν τοποθετηθεί προς παρατήρηση. Βασικά διακρίνεται το οπτικό μ. ή απλά μ., στο οποίο τα παρασκευάσματα είναι φωτισμένα με ορατό φως, και το ηλεκτρονικό μ., στο οποίο το… … Dictionary of Greek
πετασματογραφία — Ακτινοδιαγνωστική μέθοδος η οποία χρησιμοποιεί τα φωτογραφικά είδωλα ειδικών πλακών. Η πετασματογραφική εξέταση γίνεται με ειδικές συσκευές, τα βασικά μέλη των οποίων είναι μια πηγή ακτίνων X, ένα φθορίζον πέτασμα ιδιαίτερης λαμπρότητας και… … Dictionary of Greek
αλεξίφωτο — το Ναυτ. πέτασμα σε σχήμα τρίεδρης γωνίας, στο βάθος τού οποίου τοποθετούνται οι πλευρικοί φανοί πλεύσεως τών πλοίων έτσι ώστε να γίνονται ορατοί μόνο υπό τη γωνία που προβλέπουν οι διεθνείς κανονισμοί αποφυγής συγκρούσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ελληνικός… … Dictionary of Greek
κάτοπτρο — Κάθε επιφάνεια που ανακλά κανονικά (δηλαδή σύμφωνα με τον νόμο της ανάκλασης) τις φωτεινές ακτίνες. Την ιδέα του κ. επινόησε πιθανότατα ο άνθρωπος, όταν παρατήρησε το είδωλό του να ανακλάται στην επιφάνεια του ήρεμου νερού· για να υλοποιήσει όμως … Dictionary of Greek