- πενιχρότης
πενιχρότης, ἡ, = πενία, S. Emp. adv. rhett.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πενιχρότης, ἡ, = πενία, S. Emp. adv. rhett.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πενιχρότης — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενιχρότητα — πενιχρότης fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενιχρότητος — πενιχρότης fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενιχρότητα — η / πενιχρότης, ητος, ΝΑ [πενιχρός] νεοελλ. η κατάσταση ή η ιδιότητα τού πενιχρού αρχ. πενία … Dictionary of Greek