πενιχρός

πενιχρός

πενιχρός, wie πένης, arm, dürftig; Od. 3, 348; Ggstz von ἀφνειός, Pind. N. 7, 19; Ar. Plut. 976; ψυχή, Plat. Rep. IX, 578 a; οἱ πενιχρότατοι, Pol. 6, 21, 7; ϑυσίη, Apollnds 7 (VI, 105); κόμ η, Rufin. 37 (V, 27); a. Sp. – [Man. 2, 416 braucht die mittlere Sylbe kurz.]


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πενιχρός — poor masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενιχρός — ή, ό / πενιχρός, ά, όν, ΝΑ αυτός που δεν έχει ουσιαστικό περιεχόμενο, ο ανάξιος λόγου, ο ασήμαντος («πενιχρά αποτελέσματα») νεοελλ. 1. λίγος, ανεπαρκής, ισχνός («πενιχρή αμοιβή») 2. ο δηλωτικός τής πενίας ή αυτός που αρμόζει σε φτωχό, φτωχικός… …   Dictionary of Greek

  • πενιχρός — ή, ό 1. φτωχικός: Πενιχρά ρούχα. 2. λιγοστός, ανεπαρκής: Πενιχρά έσοδα. 3. ασήμαντος, μικρής αξίας: Πενιχρά τα αποτελέσματα της καλοκαιρινής μας δουλειάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πενιχρά — πενιχρός poor neut nom/voc/acc pl πενιχρά̱ , πενιχρός poor fem nom/voc/acc dual πενιχρά̱ , πενιχρός poor fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενιχρότερον — πενιχρός poor adverbial comp πενιχρός poor masc acc comp sg πενιχρός poor neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενιχροτέραις — πενιχρός poor fem dat comp pl πενιχροτέρᾱͅς , πενιχρός poor fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενιχρῶν — πενιχρός poor fem gen pl πενιχρός poor masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενιχρόν — πενιχρός poor masc acc sg πενιχρός poor neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενιχραῖς — πενιχρός poor fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενιχραί — πενιχρός poor fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενιχροτάτου — πενιχρός poor masc/neut gen superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”