ὑπο-πλάγιος

ὑπο-πλάγιος

ὑπο-πλάγιος, etwas schräg, schief, Hippocr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κυρτός — Όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό ορισμένου είδους σχημάτων, στη συνήθη γεωμετρία (κ. πολύγωνο, κ. πολύεδρο κλπ.) αλλά και γενικότερα στην τοπολογία και στην ανάλυση (κ. χώρος, κ. συνάρτηση κ.ά.). κυρτή ακολουθία. Κάθε ακολουθία… …   Dictionary of Greek

  • ήχος — Διάδοση σε ένα ελαστικό μέσο των ταλαντώσεων που μεταδίδει σε αυτό ένα ταλαντούμενο σώμα (ηχητική πηγή). Συνήθως ή. ονομάζεται και το αποτέλεσμα που παράγεται από τις ελαστικές ταλαντώσεις στο εσωτερικό αφτί. Για το φυσιολογικό ανθρώπινο αφτί, το …   Dictionary of Greek

  • πλάκα — I Αθηναϊκή συνοικία στους ανατολικούς και τους βόρειους πρόποδες της Ακρόπολης. Η συνοικία αυτή ήταν το κέντρο της Αθήνας από τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης ως τα τελευταία της βασιλείας του Όθωνα. Το όνομά της οφείλεται σε μεγάλη ενεπίγραφη… …   Dictionary of Greek

  • επίπλευρος — ἐπίπλευρος, ον (Α) [πλευρόν] 1. πλάγιος, πλευρικός 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπίπλευρα τὰ παρὰ τοῑς μαστοῑς ὑπὸ τὰς μασχάλας» …   Dictionary of Greek

  • κώνος — I (Γεωλ.). Σχηματισμοί που δημιουργούνται από υδάτινα ρεύματα, κυρίως χειμαρρώδους χαρακτήρα, όταν από μια απρόοπτη μείωση της κλίσης της κοίτης ελαττώνεται η ταχύτητα του νερού, με αποτέλεσμα να αποτίθενται υπό μορφή βεντάλιας (ριπιδίου) ή κ. τα …   Dictionary of Greek

  • λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά …   Dictionary of Greek

  • οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… …   Dictionary of Greek

  • πλαγιοκλίμαξ — και πλαγιοκλίμακα, η, Ν οικολ. τύπος φυτοκοινωνίας, δηλαδή διάπλασης, η σύνθεση τής οποίας είναι λίγο πολύ σταθερή, σε ισορροπία υπό τις υπάρχουσες περιβαλλοντικές συνθήκες, η οποία ὁμως δεν έφθασε στην κλίμακα που θα οδηγούσαν οι συγκεκριμένες… …   Dictionary of Greek

  • σουπίνο — το, Ν γραμμ. ονοματικός ρηματικός τύπος τής λατινικής γλώσσας ο οποίος δηλώνει σκοπό και αναφορά και προήλθε με ουσιαστικοποίηση τού ουδέτερου γένους τού επιθέτου supinus, a, um, που σημαίνει ύπτιος, πλάγιος, επικλινής, και για τον λόγο αυτόν… …   Dictionary of Greek

  • Δάλλας, Γιάννης — (Φιλιππιάδα Ηπείρου 1924 –). Φιλόλογος, καθηγητής πανεπιστημίου και λογοτέχνης. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και αναγορεύτηκε διδάκτορας του πανεπιστημίου Ιωαννίνων (1984). Σταδιοδρόμησε αρχικά ως καθηγητής φιλολογίας σε …   Dictionary of Greek

  • Ιάβα — (διεθν. Java Jawa). Νησί (127.569 τ. χλμ., 121.352.608 κάτ. το 2000) της Ινδονησίας, στο νότιο τμήμα του ινδονησιακού τόξου. Βρέχεται στα Β από τη θάλασσα της Ι. και στα Ν από τον Ινδικό ωκεανό, ενώ εκτείνεται σε μήκος που υπερβαίνει τα 1.000 χλμ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”