ὑπο-πλάσσω

ὑπο-πλάσσω

ὑπο-πλάσσω (s. πλάσσω), darunter kleben (?).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὑποπεπλασμένον — ὑπό πλάσσω form perf part mp masc acc sg ὑπό πλάσσω form perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποπλάσαι — ὑπό πλάσσω form aor inf act ὑποπλάσαῑ , ὑπό πλάσσω form aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεπλάττετο — ὑπό πλάσσω form imperf ind mp 3rd sg (attic) ὑπεπλά̱ττετο , ὑπό πλήσσω struck with terror imperf ind mp 3rd sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεπλάττοντο — ὑπό πλάσσω form imperf ind mp 3rd pl (attic) ὑπεπλά̱ττοντο , ὑπό πλήσσω struck with terror imperf ind mp 3rd pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποπεπλασμένος — ὑπό πλάσσω form perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποπλασθῇ — ὑπό πλάσσω form aor subj pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάκα — I Αθηναϊκή συνοικία στους ανατολικούς και τους βόρειους πρόποδες της Ακρόπολης. Η συνοικία αυτή ήταν το κέντρο της Αθήνας από τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης ως τα τελευταία της βασιλείας του Όθωνα. Το όνομά της οφείλεται σε μεγάλη ενεπίγραφη… …   Dictionary of Greek

  • κοροπλάθος — ο (Α κοροπλάθος) ο κατασκευαστής πήλινων ή κέρινων αγαλματιδίων, συνήθως κορών («τοῑς ὑπὸ τῶν κοροπλάθων εἰς τὴν ἀγορὰν πλαττομένοις ἐοικώς», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρη + συνδετικό φωνήεν ο + πλάθος (< πλάσσω), πρβλ. λογο πλάθος, πηλο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”