- ὑπνο-δότης
ὑπνο-δότης, ὁ, Schlafgeber, einschläfernd, ὀτοβεῖ δόναξ ὑπνοδόταν νόμον Aesch. Prom. 575.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπνο-δότης, ὁ, Schlafgeber, einschläfernd, ὀτοβεῖ δόναξ ὑπνοδόταν νόμον Aesch. Prom. 575.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεσμοδότης — ο (ΑΜ θεσμοδότης, θηλ. θεσμοδότειρα) αυτός που δίνει θεσμούς, νόμους, ο νομοθέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεσμός + δότης < δίδωμι (πρβλ. αρτο δότης, εργο δότης, υπνο δότης)] … Dictionary of Greek
υπνοδότης — ὁ, θηλ. ύπνοδότειρα και ὑπνοδῶτις, ώτιδος, Α αυτός που φέρνει ύπνο, που αποκοιμίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕπνος + δότης (< δίδωμι), πρβλ. μισθο δότης, προικο δότης] … Dictionary of Greek