- ὑπνο-δότειρα
ὑπνο-δότειρα, ἡ, fem. zum Folgdn; Eur. Or. 175; Νύξ Ep. ad. (App. 261).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπνο-δότειρα, ἡ, fem. zum Folgdn; Eur. Or. 175; Νύξ Ep. ad. (App. 261).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαρμοδότειρα — ἡ, Α αυτή που παρέχει χαρά, που δίνει ευχαρίστηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρμη «χαρά, τέρψη» + δότειρα, σπάνιος τ. θηλ. τού δοτήρ (< δίδωμι), πρβλ. ὀλβο δότειρα, ὑπνο δότειρα] … Dictionary of Greek