ὑπνο-φόβης

ὑπνο-φόβης

ὑπνο-φόβης, , im Schlafe od. Traume schreckend, Bacchus, Hymn. (IX, 524, 21).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • υπνοφόβης — ὁ, Α αυτός που φοβίζει κάποιον στον ύπνο του, εφιαλτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕπνος + φόβης (< φέβομαι «φοβάμαι», πιθ. μέσω τού τ. φόβη*, ο οποίος, όμως, διαφέρει οημασιολογικώς), πρβλ. ὑδρο φόβᾱς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”