- ὑπνο-φόρος
ὑπνο-φόρος, Schlaf bringend, Plut. Symp. 3, 9, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπνο-φόρος, Schlaf bringend, Plut. Symp. 3, 9, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηρεσιφόρος — κηρεσιφόρος, ον (Μ) θανατηφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρεσι (< κήρ [Ι]) + φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. πυρφόρος, υπνο φόρος] … Dictionary of Greek
υπνοφόρος — ο / ὑπνοφόρος, ον, ΝΑ αυτός που φέρνει ύπνο, που προκαλεί νύστα, υπνωτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕπνος + φόρος*] … Dictionary of Greek
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek