ὑπερῴα

ὑπερῴα

ὑπερῴα, , ion. ὑπερῴη, der Gaumen; Il. 22, 495; Plut. Cat. mai. 9; eigtl. fem. von ὑπερῷος, sc. ὑπήνη.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὑπερῴα — ὑπερῴᾱ , ὑπερῴα palate fem nom/voc/acc dual ὑπερῴᾱ , ὑπερῴα palate fem nom/voc sg (doric aeolic) ὑπερῴᾱ , ὑπερῴη fem nom/voc/acc dual ὑπερῴᾱ , ὑπερῴη fem nom/voc sg (doric aeolic) ὑπερώϊα , ὑπερῷον the upper part of the house neut nom/voc/acc …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερῴᾳ — ὑπερῴᾱͅ , ὑπερῴα palate fem dat sg (doric aeolic) ὑπερῴᾱͅ , ὑπερῴη fem dat sg (doric aeolic) ὑπερῴ̱ᾱͅ , ὑπερῷος upper fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπερώα — (Ανατ.). Ο θόλος του στόματος. Βλ. λ. στόμα. * * * η / ὑπερῴα, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑπερῴη Α ανατ. η οροφή τού στόματος που διαχωρίζει τη στοματική από τη ρινική κοιλότητα, ο ουρανίσκος νεοελλ. φρ. α) «σκληρά υπερώα» ανατ. το πρόσθιο τμήμα τής… …   Dictionary of Greek

  • υπερώα — η το πάνω τοίχωμα της στοματικής κοιλότητας, ο ουρανίσκος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπερῷα — ὑπερῷον the upper part of the house neut nom/voc/acc pl ὑπερῷος upper neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερῴας — ὑπερῴᾱς , ὑπερῴα palate fem acc pl ὑπερῴᾱς , ὑπερῴα palate fem gen sg (doric aeolic) ὑπερῴᾱς , ὑπερῴη fem acc pl ὑπερῴᾱς , ὑπερῴη fem gen sg (doric aeolic) ὑπερῴ̱ᾱς , ὑπερῷος upper fem acc pl ὑπερῴ̱ᾱς , ὑπερῷος upper fem gen sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερῴαν — ὑπερῴᾱν , ὑπερῴα palate fem acc sg (doric aeolic) ὑπερῴᾱν , ὑπερῴη fem acc sg (doric aeolic) ὑπερῴ̱ᾱν , ὑπερῷος upper fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερῶια — ὑπερῷα , ὑπερῷον the upper part of the house neut nom/voc/acc pl ὑπερῷα , ὑπερῷος upper neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερῴην — ὑπερῴα palate fem acc sg (attic epic ionic) ὑπερῴη fem acc sg (attic epic ionic) ὑπερῴ̱ην , ὑπερῷος upper fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερῴης — ὑπερῴα palate fem gen sg (attic epic ionic) ὑπερῴη fem gen sg (attic epic ionic) ὑπερῴ̱ης , ὑπερῷος upper fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”