- ὑπερ-ῆλιξ
ὑπερ-ῆλιξ, ικος, ὁ, ἡ, über ein gewisses Alter hinaus, Sp., wie Luc. amor. 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερ-ῆλιξ, ικος, ὁ, ἡ, über ein gewisses Alter hinaus, Sp., wie Luc. amor. 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπερήλικος — η, ο / ὑπερῆλιξ, ήλικος, ὁ, ἡ, ΝΑ, και λόγιος τ. υπερήλιξ, ο, η, και αρσ. υπερήλικας Ν ο περασμένης ηλικίας, πολύ ηλικιωμένος, γέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ήλικος / ῆλιξ (< ἧλιξ, ικος «συνομήλικος»), πρβλ. αν ήλικος, μεσ ῆλιξ] … Dictionary of Greek