- πεζο-μάχος
πεζο-μάχος, zu Fuße kämpfend, Luc. Macrob. 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεζο-μάχος, zu Fuße kämpfend, Luc. Macrob. 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χερσομάχος — ὁ, Μ αυτός που μάχεται στην ξηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + μάχος (< μάχομαι), πρβλ. πεζο μάχος] … Dictionary of Greek
κολοβομάχη — και κολοβομαχία, ἡ (Α) (ονομασία για το Θ τής Ιλιάδας) μάχη που δεν τέλειωσε. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοβός + μάχη. Ο τ. κολοβομαχία < κολοβός + μαχία (< μάχος < μάχομαι), πρβλ. μονο μαχία, πεζο μαχία] … Dictionary of Greek