- ὑπερ-ήδομαι
ὑπερ-ήδομαι, dep. pass., sich über die Maaßen freuen; τινί, über Etwas, Her. 1, 54; absolut, Luc. V. H. 1, 30; c. partic., Her. 1, 90; Xen. Cyr. 3, 1, 31; ὅτι, 8, 3, 50.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερ-ήδομαι, dep. pass., sich über die Maaßen freuen; τινί, über Etwas, Her. 1, 54; absolut, Luc. V. H. 1, 30; c. partic., Her. 1, 90; Xen. Cyr. 3, 1, 31; ὅτι, 8, 3, 50.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ήδομαι — ἥδομαι, δωρ. τ. ἅδομαι, αιολ. τ. ἄδομαι (Α) 1. (με μτχ.) ευχαριστούμαι, ευφραίνομαι, αισθάνομαι τέρψη («ἥσθη ἀκούσας» με ευχαρίστηση άκουσε, Ηρόδ.) 2. (με αιτ. και μτχ.) χαίρομαι («ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῡντά σε» με χαρά σε άκουσα να… … Dictionary of Greek
υπερήδομαι — και σπάν. τ. ενεργ. ύπερήδω Α 1. μέσ. ευφραίνομαι σε μέγιστο βαθμό 2. ενεργ. προκαλώ μεγάλη ευχαρίστηση σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἥδομαι «ευφραίνομαι, χαίρομαι»] … Dictionary of Greek