- ὑπερ-άγαμαι
ὑπερ-άγαμαι (s. ἄγαμαι), übermäßig bewundern, ὑπεραγασϑέντες Plat. Conv. 180 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερ-άγαμαι (s. ἄγαμαι), übermäßig bewundern, ὑπεραγασϑέντες Plat. Conv. 180 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπεράγαμαι — Α 1. ὑπεραγάλλομαι* 2. θαυμάζω πάρα πολύ κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἄγαμαι «θαυμάζω, χαίρομαι»] … Dictionary of Greek