- ὑπερ-άρχιος
ὑπερ-άρχιος, über allen Anfang, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερ-άρχιος, über allen Anfang, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιεράρχιος — ἱεράρχιος, ον (Α) ο ιεραρχικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + άρχιος (< αρχος < άρχω), πρβλ. πολυ άρχιος, υπερ άρχιος] … Dictionary of Greek
μετάρχιος — μετάρχιος, ὁ (Α) ονομασία μήνα στη Κρήτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + άρχιος (< αρχος < ἄρχω), πρβλ. πολυ άρχιος, υπερ άρχιος] … Dictionary of Greek
προάρχιος — ον, Μ αυτός που υπάρχει πριν από την αρχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀρχή (πρβλ. ὑπερ άρχιος)] … Dictionary of Greek