- ὑπερ-ορμαίνω
ὑπερ-ορμαίνω, = ὑπερέρχομαι, Man. 4, 131.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερ-ορμαίνω, = ὑπερέρχομαι, Man. 4, 131.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερορμαίνων — ὑπέρ ὁρμαίνω turn over pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερορμαίνω — Α κινούμαι με πολύ μεγάλη ορμή («Ζεὺς ὑπερορμαίνων φοράδην ὑπὲρ ἀστέρα πατρός», Μαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ὁρμαίνω «είμαι ορμητικός» (< ὁρμή)] … Dictionary of Greek