ὑπερ-οργίζομαι

ὑπερ-οργίζομαι

ὑπερ-οργίζομαι, pass., in übermäßigen, übergroßen Zorn gerathen, Sp., wie D. Cass. 50, 21.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • υπεράχθομαι — Α 1. στενοχωριέμαι πάρα πολύ («τῇ Μιλήτου ἁλώσει ὑπεραχθεσθέντες», Ηρόδ.) 2. οργίζομαι πάρα πολύ εναντίον κάποιου («μεθ οἷς ἐχθαίροις ὑπεράχθεο», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἄχθομαι «λυπάμαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”