ὑπερ-οπλία

ὑπερ-οπλία

ὑπερ-οπλία, , übermüthiger Trotz, bes. auf Waffengewalt; im plur., Il. 1, 205; bei Theocr. 25, 139 im guten Sinne, hoher Kriegsmuth. – [Ι ist des Verses wegen lang.]


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… …   Dictionary of Greek

  • καλλιοπλία — καλλιοπλία, ἡ (Α) η κατοχή ωραίας πανοπλίας ως επάθλου αγώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + οπλία (< οπλος < ὅπλον), πρβλ. παν οπλία, υπερ οπλία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”