- ὑπερ-οπτία
ὑπερ-οπτία, ἡ, = ὑπεροπλία, Soph. Ant. 130 Lesart der mss. S. ὑπερόπτης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερ-οπτία, ἡ, = ὑπεροπλία, Soph. Ant. 130 Lesart der mss. S. ὑπερόπτης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καιροπτ(ε)ία — καιροπτ(ε)ία, ἡ (Α) το να καιροσκοπεί κάποιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καιρός + οπτία (< όπτης < θ. ὀπ τού ὁρῶ, πρβλ. παρακμ. ὄπωπα), πρβλ. θε οπτία, υπερ οπτία] … Dictionary of Greek