ὑπερ-νέω

ὑπερ-νέω

ὑπερ-νέω (s. νέω), darüber wegschwimmen, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • υπερνέω — Α επιπλέω στην επιφάνεια ή κολυμπώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + νέω (Ι) «κολυμπώ»] …   Dictionary of Greek

  • ύπτιος — α, ο / ὕπτιος, ία, ον, ΝΜΑ πεσμένος, ξαπλωμένος ανάσκελα («κατεκλίθη ὕπτιος», Πλάτ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ύπτιο α) γραμμ. το σουπίνο β) (αθλ.) η ύπτια κολύμβηση, το ύπτιο κρόουλ αρχ. 1. (για πράγμ.) ανεστραμμένος, αναποδογυρισμένος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”