- ὑπερ-νέφελος
ὑπερ-νέφελος, über die Wolken erhaben, Luc. Icarom. 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερ-νέφελος, über die Wolken erhaben, Luc. Icarom. 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπερνέφελος — ον, Α αυτός που βρίσκεται πάνω από τις νεφέλες, ύπερνεφής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + νέφελος (< νεφέλη), πρβλ. συν νέφελος, ὑπο νέφελος] … Dictionary of Greek