- ὑπερ-δίδωμι
ὑπερ-δίδωμι (s. δίδωμι), dafür geben, τί τινος, Eur. frg. Erechth. 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερ-δίδωμι (s. δίδωμι), dafür geben, τί τινος, Eur. frg. Erechth. 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερδοθήσεται — ὑπέρ δίδωμι Aër. fut ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερδοῦναι — ὑπέρ δίδωμι Aër. aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… … Dictionary of Greek