- ὑπερ-αείρω
ὑπερ-αείρω (s. ἀείρω), = ὑπεραίρω, ὑπερηέρϑη Agath. 22 (V, 299).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερ-αείρω (s. ἀείρω), = ὑπεραίρω, ὑπερηέρϑη Agath. 22 (V, 299).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερηέρθη — ὑπέρ ἀείρω attach aor ind pass 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερεπαρεῖ — ὑπερεπᾱρεῖ , ὑπέρ , ἐπί ἀείρω attach fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ὑπερεπᾱρεῖ , ὑπέρ , ἐπί ἀείρω attach fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) ὑπέρ , ἐπί ἀρέομαι pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπεραίρω — ὑπεραίρω ΝΜΑ, και ποιητ. τ. ὑπεραείρω ΜΑ [αἴρω / ἀείρω] 1. σηκώνω, υψώνω κάτι πάνω από κάτι άλλο 2. μέσ. υπεραίρομαι και ὑπεραίρομαι υπερηφανεύομαι, αλαζονεύομαι νεοελλ. μτφ. υπερεξυψώνω, υπερεπαινώ μσν. αρχ. υπερβαίνω κάτι στο ύψος (α.… … Dictionary of Greek