- ὑπερ-ακοντίζω
ὑπερ-ακοντίζω, mit dem Spieße darüber wegwerfen, übertr., übertreffen, τινά τινι, Einen worin, Ar. Av. 363; auch τινά mit folgdm partic., Plut. 666; σὲ ὑπερηκόντισε τῇ ἀπαιδευσίᾳ Luc. adv. ind. 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερ-ακοντίζω, mit dem Spieße darüber wegwerfen, übertr., übertreffen, τινά τινι, Einen worin, Ar. Av. 363; auch τινά mit folgdm partic., Plut. 666; σὲ ὑπερηκόντισε τῇ ἀπαιδευσίᾳ Luc. adv. ind. 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπερακοντίζω — ὑπερακοντίζω ΝΜΑ 1. ακοντίζω πέρα από τον στόχο, ρίχνω το ακόντιο μακρύτερα από τους άλλους 2. μτφ. υπερέχω, υπερτερώ, υπερβάλλω (α. «υπερακόντισε σε πολυλογία όλους τους συναδέλφους του ομιλητές» β. «αὐτὸν σε ὑπερηκόντισε τῇ ἀναιδείᾳ», Λουκιαν.… … Dictionary of Greek
καθυπερακοντίζω — (Α) (επιτατ. τού υπερακοντίζω) 1. ρίχνω το ακόντιο και υπερβαίνω πολύ τον στόχο μου 2. μτφ. κατανικώ, καταπολεμώ κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)* + ὑπερ ακοντίζω «υπερβαίνω τον στόχο με το ακόντιο»] … Dictionary of Greek