- ὑπερ-αγαθότης
ὑπερ-αγαθότης, ητος, ἡ, Uebergüte, überaus große Güte, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερ-αγαθότης, ητος, ἡ, Uebergüte, überaus große Güte, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπερώνυμος — ον, ΜΑ αυτός που βρίσκεται τόσο ψηλά, ώστε δεν μπορεί να τού δοθεί όνομα, αυτός που είναι υπέρτερος κάθε ονομασίας, ανέκφραστος («ἀγαθότης ὑπερώνυμος», Διον. Αρεοπ.) μσν. αυτός που έχει ξακουστό όνομα, περιώνυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ώνυμος… … Dictionary of Greek