- ὑπερ-αγωνίζομαι
ὑπερ-αγωνίζομαι, für eine Person od. Sache kämpfen, sie vertheidigen, τινός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερ-αγωνίζομαι, für eine Person od. Sache kämpfen, sie vertheidigen, τινός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερηγωνιζόμεθα — ὑπέρ ἀγωνίζομαι contend for a prize imperf ind mp 1st pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερηγωνιζόμην — ὑπέρ ἀγωνίζομαι contend for a prize imperf ind mp 1st sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερηγωνίζετο — ὑπέρ ἀγωνίζομαι contend for a prize imperf ind mp 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερηγωνίζοντο — ὑπέρ ἀγωνίζομαι contend for a prize imperf ind mp 3rd pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερηγωνίσατο — ὑπέρ ἀγωνίζομαι contend for a prize aor ind mp 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζυγομαχώ — ζυγομαχῶ, έω (Α) 1. (για άλογα) παλεύω, αγωνίζομαι προς τον ομόζυγό μου 2. γεν. φιλονικώ, ερίζω, αγωνίζομαι υπέρ ή εναντίον κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγό(ν) + μαχώ (< μάχος < μάχομαι), πρβλ. μονο μαχώ, ναυ μαχώ] … Dictionary of Greek
φιλοτιμούμαι — φιλοτιμοῡμαι, έομαι, ΝΜΑ, και ενεργ. τ. φιλοτιμώ και φιλοτιμῶ, έω, ΝΜ, και φιλοτιμώ, άω, και φιλοτιμιούμαι, και φιλοτιμιέμαι, Ν [φιλότιμος] νεοελλ. 1. ενεργ. διεγείρω την φιλοτιμία κάποιου 2. μέσ. α) παρακινούμαι από φιλοτιμία να κάνω κάτι… … Dictionary of Greek
υπερμαχώ — ὑπερμαχῶ, έω, ΝΜΑ μάχομαι υπέρ κάποιου, αγωνίζομαι για την προάσπιση κάποιου, υπερασπίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + μαχῶ (< μαχος < μάχομαι), πρβλ. προ μαχῶ] … Dictionary of Greek
αμύνομαι — (Α ἀμύνομαι και ἀμύνω) 1. βρίσκομαι σε άμυνα 2. υπερασπίζω τον εαυτό μου, αποκρούω κάποιον, προφυλάσσομαι από κάποιον 3. υπερασπίζομαι κάποιον ή κάτι, προασπίζω, προστατεύω την ακεραιότητα του, δίνω μάχη, αγωνίζομαι γι’ αυτόν (για τις συντάξεις… … Dictionary of Greek
εναθλώ — ( έω) (AM ἐναθλῶ) 1. υπομένω, αντέχω ως αθλητής («ὑπὲρ Χριστοῡ ἐναθλῶν», Μηναία) 2. (με απρμφ.) επιχειρώ («τὸ πόλισμα ἐνήθλει λαβεῑν») 3. αγωνίζομαι, πολεμώ αρχ. ασκούμαι, γυμνάζομαι σε κάτι … Dictionary of Greek
πραγματεύομαι — ΝΜΑ, και ιων. τ. πρηγ ματεύομαι, Α [πράγμα, ατος] 1. ασχολούμαι με κάτι 2. διαπραγματεύομαι (α. «νουθετώντας να τά πραγματευθούν με φρονιμάδα» Αραθ. Μυθ. β. «εἶπε πρὸς αὐτούς πραγματεύσασθαι ἐν ᾦ ἔρχομαι», ΚΔ) νεοελλ. εξετάζω ένα θέμα προσεχτικά … Dictionary of Greek