- ὑπερ-αισχύνομαι
ὑπερ-αισχύνομαι, pass., sich übermäßig schämen; ὑπεραισχυνϑέντες, μὴ δόξωσι, Aesch. 3, 151; ἐπὶ τῷ πράγματι, 1, 33.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερ-αισχύνομαι, pass., sich übermäßig schämen; ὑπεραισχυνϑέντες, μὴ δόξωσι, Aesch. 3, 151; ἐπὶ τῷ πράγματι, 1, 33.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπεραιδούμαι — έομαι, Α φέρομαι με πολύ μεγάλο σεβασμό σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + αἰδοῦμαι «αισχύνομαι, ντρέπομαι, σέβομαι»] … Dictionary of Greek