ὑπερ-βασία

ὑπερ-βασία

ὑπερ-βασία, , poet. = ὑπέρβασις, bes. Ueberschreitung, Uebertretung eines Gesetzes, Vergehen, Frevel, Uebermuth, wie ὕβρις; μή τις ὑπερβασίῃ Διὸς ὅρκια δηλήσηται Il. 3, 107; ὀλέκονται ὑπερβασίης ἕνεκα σφῆς 16, 18; τίσασϑαι μνηστῆρας ὑπερβασίης ἀλεγεινῆς Od. 3, 206; auch plur., Il. 23, 589 Od. 22, 168; Hes. O. 830; Soph. Ant. 601.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καταιβασία — και ποιητ. τ. καταιβασίη ἡ (Α) [καταιβάτης] 1. κατάβαση* 2. στον πληθ. αἱ καταιβασίσαι οι κεραυνοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < καται (ποιητ. τ. τού κατά) + βασία (< βάτης < βαίνω), πρβλ. παρα βασία υπερ βασία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”