- ὑπερ-βαρής
ὑπερ-βαρής, ές, überlastet; übertr., sehr schwer, δαίμων Aesch. Ag. 1148.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερ-βαρής, ές, überlastet; übertr., sehr schwer, δαίμων Aesch. Ag. 1148.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καταβαρής — καταβαρής, ές (AM) βαριά φορτωμένος, κατάφορτος («καταβαρεῑς νῆες», Δίων Κ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βαρής (< βάρος), πρβλ. αμφι βαρής, υπερ βαρής] … Dictionary of Greek
υπερβαρής — ές, Α πάρα πολύ βαρύς (α. «δαίμων ὑπερβαρής», Αισχύλ. β. «τὰν τύχαν... τὰν ὑπερβάρεα», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + βαρής (< βάρος), πρβλ. ἐπι βαρής, κατα βαρής] … Dictionary of Greek
οπισθοβαρής — ές (Α ὀπισθοβαρής, ές) φορτωμένος στο πίσω μέρος, πισώβαρος αρχ. 1. μτφ. αυτός τού οποίου το βάρος θα γίνει αισθητό στο μέλλον («τῆς ἀσεβείας ὀπισθοβαρεῑς ἀνάγκαι», επιγρ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀπισθοβαρές είδος κολλυρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο) … Dictionary of Greek