- πεινατικός
πεινατικός, = πεινητικός, Plut. Pomp. 51.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεινατικός, = πεινητικός, Plut. Pomp. 51.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεινατικός — ή, όν, Α βλ. πεινητικός … Dictionary of Greek
πεινητικός — και πεινατικός, ή, όν, Α [πεινώ] αυτός που έχει πείνα, που πάσχει από πείνα («ἡ φύσις πεινητικωτέρους ποιεῑ», Πλούτ.) … Dictionary of Greek