- ὑπερ-αχθής
ὑπερ-αχθής, ές, gen. έος, überlastet; Theocr. 11, 37; Nic. Th. 342; Opp. Hal. 5, 263.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερ-αχθής, ές, gen. έος, überlastet; Theocr. 11, 37; Nic. Th. 342; Opp. Hal. 5, 263.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καταχθής — καταχθής, ές (Α) 1. γεμάτος από κάτι, κατάφορτος («καταχθὴς καρποῑο», Άρατ.) 2. παραφορτωμένος 3. βαρύς («καταχθῆ λάαν» βαριά πέτρα, Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αχθής (< ἄχθος «βάρος, φορτίο»), πρβλ. επ αχθής, υπερ αχθής] … Dictionary of Greek
υπεραχθής — ές, Α 1. βαρυφορτωμένος 2. πολύ βαρύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + αχθής (< ἄχθος), πρβλ. ἐπ αχθής, κατ αχθής] … Dictionary of Greek